σφαγιτίδων — σφαγῑτίδων , σφαγῖτις of the throat fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγίτιδας — σφαγί̱τιδας , σφαγῖτις of the throat fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγίτιδες — σφαγί̱τιδες , σφαγῖτις of the throat fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγίτιδος — σφαγί̱τιδος , σφαγῖτις of the throat fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγίτισι — σφαγί̱τισι , σφαγῖτις of the throat fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγίτισιν — σφαγί̱τισιν , σφαγῖτις of the throat fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροδάϊκτος — ον, Α σκοτωμένος από τα χέρια κάποιου («χειροδάϊκτα σφάγι αἱμοβαφῆ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + δάϊκτος (< δαϊκτός < δαΐζω «φονεύω»), πρβλ. πυργο δάϊκτος] … Dictionary of Greek